στρωτός

στρωτός
-ή, -ό / στρωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει στρωθεί, που έχει καλυφθεί, ο στρωμένος
νεοελλ.
συνεκδ.
1. αυτός που χαρακτηρίζεται για την ομαλότητά του, ομαλός, κανονικός (α. «στρωτό βάδισμα» β. «στρωτό γράψιμο» γ. «στρωτά μαλλιά» — ίσια μαλλιά χωρίς μπούκλες)
2. φρ. «στρωτή ροή»
φυσ. τύπος ροής ενός ρευστού, αερίου ή υγρού, κατά την οποία αυτό μετακινείται ομαλώς, σε κανονικές διαδρομές
αρχ.
φρ. «στρωτὰ φάρη» — τα στρώματα.
επίρρ...
στρωτά Ν
σε κανονική πορεία ή εξέλιξη, ομαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα στερη- (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. παθ. παρακμ. ἔστρω-μαι) με κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. τρω-τός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στρωτός — spread masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. στρωμένος. 2. κανονικός, ομαλός: Τους έδωσε να μεταφράσουν ένα στρωτό κείμενο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρωτά — στρωτός spread neut nom/voc/acc pl στρωτά̱ , στρωτός spread fem nom/voc/acc dual στρωτά̱ , στρωτός spread fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτοῖς — στρωτός spread masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτοῖσι — στρωτός spread masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτοῦ — στρωτός spread masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτούς — στρωτός spread masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόστρωτος — κακόστρωτος, ον (Α) αυτός που δεν είναι καλά στρωμένος, γεμάτος πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + στρωτος (< στρωτός < στρώννυμι), πρβλ. ορθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] …   Dictionary of Greek

  • φυλλόστρωτος — ον και φυλλοστρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», Ευρ. β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + στρωτος (< στρωτός < στόρνυμι), πρβλ. λιθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] …   Dictionary of Greek

  • χαμαίστρωτος — ον, ΜΑ στρωμένος καταγής αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαμαίστρωτος χαμαιστρωσία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + στρωτος (< στρωτός), πρβλ. δύ στρωτος, πορφυρό στρωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”